- σύλλουτρον
- σύλλου-τρον τὸ Ἀπολλιναρίου, name of eye-salve, Orib.Syn. 3.118.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σύλλουτρον — τὸ, Α φρ. «σύλλουτρον τὸ Ἀπολλιναρίου» ονομασία αλοιφής για τα μάτια (Ορειβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λουτρόν (< λούω)] … Dictionary of Greek
λουτρό — Ο χώρος όπου οι άνθρωποι λούονται. Λ. ονομάζεται επίσης η χρήση ψυχρού ή θερμού νερού για τον καθαρισμό του σώματος (λούσιμο) ή για θεραπευτικούς σκοπούς (ιαματικά λ.). Εκτός από το νερό, στα ιαματικά λ. χρησιμοποιούνται ακόμα διάφοροι ατμοί ή… … Dictionary of Greek